Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

მისტიკა • (mistika) =mystic=μυστικιστής

მისტიკა • (mistika) =mystic=μυστικιστής

 მისტიფიკაცია (mistip'ikac'ia)


WIKTIONARY: Etymology

From Old French mistique, from Latin mysticus, from Ancient Greek μυστικός (mystikos, “secret, mystic”), from μύστης (mystēs, “one who has been initiated”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου