პარადოქსი • (paradok'si)=paradox=παράδοξο
WIKTIONARY: Etymology
From Middle French paradoxe <Latin paradoxum, from Ancient Greek παράδοξος (paradoxos, “unexpected, strange”).
BABINIOTIS
παρά+δόξος>δόξα (δοξασία)=γνώμη , άποψη (opinion, aspect)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου