Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

მონოგრამა • (monograma)=monogram=μονόγραμμα

მონოგრამა • (monograma)=monogram=μονόγραμμα

WIKTIONARY: Etymology

From the Classical Latin adjective monogrammus, from the conjectured Ancient Greek * μονόγραμμος (monogrammos, “outlined”, “drawn with single lines”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου