მიზანთროპია • (mizant'ropia)=misanthropy=μισ ανθρωπία
WIKTIONARY: Etymology
From Ancient Greek μισάνθρωπος (misanthrōpos), from μισέω (miseō, “I hate”) + ἄνθρωπος (anthrōpos, “human”).
WIKTIONARY: Etymology
From Ancient Greek μισάνθρωπος (misanthrōpos), from μισέω (miseō, “I hate”) + ἄνθρωπος (anthrōpos, “human”).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου