Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

მონასტერი • (monasteri)=monastery=μοναστήρι

მონასტერი • (monasteri)=monastery=μοναστήρι

WIKTIONARY: Etymology

From Latin monastērium, from Ancient Greek μοναστήριον (monasterion, “hermit's cell”), from μόνος (monos, “alone”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου