Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

მონოგამია • (monogamia) =monogamy=μονογαμία

მონოგამია • (monogamia) =monogamy=μονογαμία

WIKTIONARY: Etymology

From mono- + -gamy

mono
From Ancient Greek μόνος (monos, “alone, only, sole, single”)

-gamy
From Ancient Greek γάμος (gamos).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου