Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

მონარქი • (monark'i)=monarch=μονάρχης

მონარქი • (monark'i)=monarch=μονάρχης

WIKTIONARY: Etymology

Latin monarchia, from Ancient Greek μονάρχης (monarchēs), variant of μόναρχος (monarchos, “sole ruler”), from 'μόνος (monos, “only”) + ἀρχός (archos, “leader”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου