პნევმატური • (pnevmaturi)=pneumatic=πνευματικός , ""πεπιεσμένος αέρας""
WIKTIONARY: Etymology
From Latin pneumaticus, from Ancient Greek πνευματικός (pneumatikos, “relating to wind or air”), from πνεῦμα (pneuma, “wind, air, breath, spirit”), from πνέω (pneō, “I blow, breath”).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου