Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

თეოდიცეა • (t'eodic'ea) = (religion) theodicy=θεοδικία

თეოდიცეა • (t'eodic'ea) = (religion) theodicy=θεοδικία

WIKTIONARY: Etymology

From the French théodicée, from the Ancient Greek θεός (theos, “god”) + δίκη (dikē, “justice”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου