Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

დილემა • (dilema)=dilemma=δίλημμα

დილემა • (dilema)=dilemma=δίλημμα

WIKTIONARY: Etymology

First attested 1523, from Late Latin dilemma, from Ancient Greek δίλημμα (dilēmma, “ambiguous proposition”), from δι- (di-) + λῆμμα (lēmma, “premise, proposition”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου