Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

სტალაქტიტი • (stalak'titi)=stalactite=σταλακτίτης

სტალაქტიტი • (stalak'titi)=stalactite=σταλακτίτης

WIKTIONARY: Etymology

From New Latin stalactites, from Ancient Greek σταλακτός (stalaktos, “dripping”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου