Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ეპიკურეული (epikureuli) =epicurean=Ἐπικούρειος.

ეპიკურეული (epikureuli) =epicurean=Ἐπικούρειος.

WIKTIONARY: Etymology

From Epicurean (“follower of Epicureanism”).

From Latin Epicureus, from Ancient Greek Ἐπικούρειος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου