Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

სკლეროზი• (sklerozi)=sclerosis=σκλήρωσις

სკლეროზი• (sklerozi)=sclerosis=σκλήρωσις

WIKTIONARY: Etymology

From Ancient Greek σκλήρωσις (sklerosis, “an induration”), from *σκληροῦν (skleroyn, “to harden, indurate”), from σκληρός (skleros, “hard”)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου