Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ენდემური (endemuri) =endemic=ενδημικός

ენდემური (endemuri) =endemic=ενδημικός

WIKTIONARY: Etymology

From Ancient Greek ἐν (en, “in”) + δῆμος (dēmos, “people”). Possibly via ἔνδημος (endēmos) and/or French endémique.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου