სინდრომი• (sindromi)=syndrome=σύνδρομο
WIKTIONARY: Etymology
From Ancient Greek συνδρομή (syndrome, “concurrence of symptoms,
concourse”), from σύνδρομος (syndromos, “running together”), from συν-
(syn-, “with”) + δρόμος (dromos, “running, course”).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου