Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

სეისმოგრაფი• (seismograp'i)=seismograph=σεισμογράφος

სეისმოგრაფი• (seismograp'i)=seismograph=σεισμογράφος



სეისმოლოგი (seismologi)

 სეისმოლოგია (seismologia)

 სეისმური (seismuri)

 WIKTIONARY: Etymology

From seismo- + -graph.

From Ancient Greek σεισμός (“earthquake”).

From Ancient Greek suffix -γραφω (-graphō), from γράφω (graphō, “to scratch, to scrape, to graze”), from whence also -graphy.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου