Τρίτη 28 Μαΐου 2013

ენთუზიაზმი (ent'uziazmi)=enthusiasm=ἐνθουσιασμός

ენთუზიაზმი (ent'uziazmi)=enthusiasm=ἐνθουσιασμός



ენთუზიაზმით (ent'uziazmit')

 ენთუზიასტი (ent'uziasti)

 WIKTIONARY: Etymology

First attested from 1603, from Ancient Greek ἐνθουσιασμός (enthousiasmos), from ἔνθεος (entheos, “possessed by a god”), from ἐν (en, “in”) + θεός (theos, “god”).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου