Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

დრაქმა • (drak'ma) =drachma= δραχμή

დრაქმა • (drak'ma) =drachma= δραχμή

WIKTIONARY: Etymology

From Ancient Greek δραχμή (drakhmē, “a drachma”), from δράσσομαι (drassomai, “to grasp, seize”)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου